Όσο συνεχίζονται οι έρευνες για τον εντοπισμό του κυβερνήτη του F4 Phantom το οποίο κατέπεσε στη θαλάσσια περιοχή 25 ναυτικά μίλια νότια του αεροδρομίου Ανδραβίδας, ειδικοί επιχειρούν να φωτίσουν τα αίτια της τραγωδίας.
Ο Θανάσης Παπανικολάου, αντιπτέραρχος ε.α., μιλώντας στον ΑΝΤ1 για το δυστύχημα ανέφερε πως οι δύο πιλότοι, στο πλαίσιο άσκησης που έκαναν, πετούσαν σε χαμηλό ύψος και με μεγάλη ταχύτητα, κάτι που είναι εξαιρετικά επικίνδυνο σε τόσο μεγάλες ταχύτητες, ενώ, όπως τόνισε, είναι πολύ δύσκολο να αντιδράσεις αν συμβεί κάτι.
Εκφράζοντας την προσωπική του εκτίμηση για το δυστύχημα, ο κ. Παπανικολάου είπε: «Θεωρώ πως ο λόγος της πτώσης του αεροσκάφους ήταν η εσφαλμένη εκτίμηση και όχι κάποια βλάβη, καθώς, αν συνέβαινε κάποια βλάβη, θα είχαν με κάποιον τρόπο αντιδράσει, ενώ πιθανό να συνετέλεσαν αρνητικά και οι καιρικές συνθήκες.
Μάλιστα, όπως ανέφερε το 2000, η δομή του αεροσκάφους και τα μηχανικά ενισχύθηκαν και είναι δύσκολο να υπήρξε βλάβη.
Τα πιθανά αίτια της πτώσης του F-4 Phantom, στο οποίο επέβαιναν οι δύο αγνοούμενοι πιλότοι, παραθέτει και ο αντιπτέραρχος E.A. Κωνσταντίνος Ιατρίδης, μιλώντας στο CNN Greece.
«Δυστυχώς, όταν γίνεται ρεαλιστική εκπαίδευση, επί πραγματικής βάσεως, σε χαμηλά ύψη, διότι ήταν μια άσκηση δύσκολη, πάνω από θάλασσα, σε χαμηλά ύψη περίπου 300 πόδια, δηλαδή 100 μέτρα, με στροφές δύσκολες, σκληρές, με πολλά G (επιταχύνσεις), όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά», τονίζει ο κ. Ιατρίδης.
«Σε αυτό το ύψος, περίπου τα 300 πόδια (100 μέτρα), οι ταχύτητες είναι μεγάλες, 400-420 μίλια. Όταν κάνεις μια κλειστή στροφή τα G περίπου είναι 5 με 6, οπότε καταλαβαίνετε, όταν τραβάς τα θετικά G, το αίμα φεύγει από το κεφάλι και υπάρχει ένα μπλακ άουτ κάποια δέκατα του δευτερολέπτου. Ανάλογα με την εκπαίδευση που έχεις υποστεί και από τη συνήθεια. Επομένως, όσο πιο χαμηλά είσαι, τόσο πιο επικίνδυνα είναι, όταν πιάσεις απότομα αυτά τα G και κάποια στιγμή, όπως το λέμε εμείς στην αεροπορική διάλεκτο, ‘μαυρίζεις’», εξηγεί ο ίδιος.
Απαριθμώντας πιθανά αίτια της πτώσης, σημειώνει πως αυτά είναι «είτε να έχει κάποια βλάβη το αεροπλάνο και να μην προλάβαν να αντιδράσουν, είτε να επηρεάσει ο καιρός, η θάλασσα, η χαμηλή ορατότητα, είτε ακόμα και ένα πιθανό σφάλμα χειριστή» και επισημαίνει πως:
«Τα αίτια του ατυχήματος θα μας τα διευκρινίσει η Επιτροπή Διερεύνησης, η οποία θα γίνει στις επόμενες ημέρες».
Σε ό,τι αφορά στο αν οι δύο πιλότοι κατάφεραν να εκτιναχθούν πριν από την πτώση -κάτι το οποίο δεν έχει επιβεβαιωθεί επίσημα ακόμη-, ο κ. Ιατρίδης σημειώνει πως:
«Η πληροφορία που έχουμε είναι ότι κάνανε χρήση, γιατί ακούγεται ένας θόρυβος, το σήμα εγκατάλειψης», προσθέτοντας πως «Το θέμα είναι να άνοιξαν τα αλεξίπτωτα και να βρεθούν σώοι οι πιλότοι μας στη θάλασσα και να περισυνελλεγούν».
Σύμφωνα με τον ίδιο, το αεροσκάφος «δεν είχε πέσει από τα πρώτα λεπτά. Η περιοχή νότια από το Κατάκολο προς την Πελοπόννησο είναι μια περιοχή ασκήσεων. Αρχίσαν τις ασκήσεις και κατά τη διάρκεια των ασκήσεων συνέβη αυτό το οποίο συνέβη».
Ο αντιπτέραρχος σημειώνει ότι ο εντοπισμός των δύο πιλότων γίνεται πιο εύκολος, καθώς υπήρχε δεύτερο αεροσκάφος, το οποίο προσγειώθηκε και έδωσε περισσότερα στοιχεία.
«Επομένως, το στίγμα υπήρχε ακριβώς εκεί που έπεσε το αεροσκάφος. Επομένως έφυγαν εκεί όλα τα μέσα διάσωσης, είτε ελικόπτερα, είτε αεροσκάφη C 130, προκειμένου να ερευνήσουν την περιοχή και εφόσον ζουν οι πιλότοι μας να τους περισυνελλέξουν».
Από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστή η πτώση του αεροσκάφους, ξεκίνησε μεγάλη επιχείρηση με πλωτά και εναέρια μέσα για τον εντοπισμό των πιλότων.
«Αυτό που μένει τώρα είναι να βρεθούν σώοι οι δύο πιλότοι, κάτι το οποίο ευχόμαστε όλοι», σημειώνει ο κ. Ιατρίδης, ο οποίος στο παρελθόν είχε μια παρόμοια εμπειρία.
«Το 1984 είχα ένα ατύχημα με το Phantom, επειδή έχω πολλές ώρες στο Phantom. Είχε πάρει φωτιά βέβαια, νύχτα, δυτικά της Λευκάδος προς την μεριά της Ιταλίας, κάναμε εκεί πτήσεις σε χαμηλά ύψη 500 πόδια και 1500.
Πήρε φωτιά και αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε, μένοντας τότε έξι ώρες στη θάλασσα γιατί τότε δεν υπήρχε ελικόπτερο νυχτερινής διάσωσης εκείνη την εποχή.
Περιμέναμε το καραβάκι από το Κατάκολο, το οποίο έκανε περίπου 5-5,5 ώρες.
Είχε πελαγίσιο κύμα, είχε 7 με 8 μποφόρ.
Ήταν μια δύσκολη επιβίωση στη θάλασσα νύχτα. Όλα πήγαν καλά και κοντά στην ατυχία μας είχαμε την τύχη τουλάχιστον να ζήσουμε και ζούμε μέχρι σήμερα», λέει, εξιστορώντας την δική του εμπειρία.